τσαουλιά

τσαουλιά
η
ποικιλία βερικοκιάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσαουλιά — (I) η, Ν [τσαουλί] είδος βερικοκιάς. (II) τα, Ν κοινή ονομασία ποικιλίας φασολιών …   Dictionary of Greek

  • φασολιά — Ποώδη φυτά και οι καρποί και τα σπέρματά τους. Ανήκουν στην οικογένεια των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών και στην οικογένεια των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Εξαιτίας των θρεπτικών ιδιοτήτων τους καλλιεργούνται πολύ και καταναλώνονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”